- ἐγείρεται
- ἐγείρωawakenaor subj mid 3rd sg (epic)ἐγείρωawakenpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγερσιμότητα — η η δυνατότητα να εγείρεται κανείς, διεγερσιμότητα, ερεθιστικότητα … Dictionary of Greek
ευανάσφαλτος — εὐανάσφαλτος, ον (Α) αυτός που αναλαμβάνει, αναρρωννύει εύκολα 2. φρ. «ύπνοι ευανάσφαλτοι» οι ύπνοι από τους οποίους εγείρεται κάποιος εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα σφάλλω «αναρρωννύω»)] … Dictionary of Greek
ολιγανάφορος — ὀλιγανάφορος και ὀλιγοανάφορος, ον (Α) (για ζωδιακό σημείο) αυτός που εγείρεται, που φέρεται προς τα πάνω με ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + αναφορά «κίνηση προς τα πάνω» (πρβλ. βραδυ ανάφορος, πολυ ανάφορος)] … Dictionary of Greek
πέδορτος — (I) ον, Α αυτός που εγείρεται ή προέρχεται από το έδαφος («πέδορτος κτύπος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + ορτος (< ὄρνυμι «εγείρω, κινώ»), πρβλ. νέ ορτος, παλίν ορτος]. (II) ον, Α αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει μετά την εορτή,… … Dictionary of Greek
παυλιανός — (I) ή, ό [Παύλος] φρ. «παυλιανή αγωγή» (νομ.) αγωγή τού ρωμαϊκού δικαίου που εγείρεται εναντίον οφειλέτη ο οποίος απαλλοτριώνει την περιουσία του προς βλάβην τών δανειστών του, καθώς και εναντίον εκείνου υπέρ τού οποίου έγινε η απαλλοτρίωση,… … Dictionary of Greek
προτείχισμα — το, ΝΑ [προτειχίζω] οχύρωμα που εγείρεται μπροστά από το κύριο τείχος νεοελλ. ανατ. λεπτό πέταλο φαιάς ουσίας που χωρίζεται από το κέλυφος τού φακοειδούς πυρήνα προς τα μέσα και από τον φλοιό τής νήσου τού εγκεφάλου προς τα έξω με την έξω κάψα … Dictionary of Greek
πρόσχωση — η / πρόσχωσις, ώσεως, Ν Μ Α [προσχώννυμι] επισώρευση ιλύος στην όχθη ποταμού ή στην παραλία θάλασσας η οποία συντελεί στην επαύξηση τής χέρσου («πᾱσα [Αἴγυπτος]... πρόσχωσις οὖσα τοῡ Νείλου», Αριστοτ.) νεοελλ. γεωλ. 1. απόθεση γαιωδών υλικών η… … Dictionary of Greek